Μερικά ζητήματα της διαλεκτικής σκέψης, τα οποία αφορούν άμεσα τη μαρξιστική θεωρία.
1) Για το νόμο της μετάβασης από την ποσότητα στην ποιότητα (και από την ποιότητα στην ποσότητα, που λογικά προηγείται).
Ο ποιοτικός προσδιορισμός ενός αντικειμένου της νόησης (ο οποίος συνιστά τον ουσιώδη προσδιορισμό του Είναι του), αποτελεί τη ''βάση'' για έναν ποσοτικό προσδιορισμό του (αφού η ερώτηση ''τί''; προηγείται της ερώτησης ''πόσο'';). Από την πλευρά της ποσότητας το αντικείμενο μπορεί να διαιρεθεί σε ομοιογενή (ποιοτικά ισότιμα), μέρη, μπορεί να συγκριθεί με άλλα αντικείμενα που έχουν το ίδιο ποιοτικό υπόστρωμα κ.ο.κ. Η ενότητα ποσοτικού και ποιοτικού προσδιορισμού σε ένα αντικείμενο (ποιοτικό μέγεθος και ποσοτικό προσδιορισμένο ποιόν) ονομάζεται μέτρο. Με μία σώρευση ποσοτικών μεταβολών προκαλείται η παραβίαση (υπέρβαση) του μέτρου και η μετάβαση σε ένα ποιοτικά νέο αντικείμενο ή φαινόμενο (νόμος του περάσματος των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές).
Το ερώτημα είναι, ποιά είναι η τελευταία ποσοτική μεταβολή που προκαλεί το ποιοτικό άλμα; Όποια και αν εντοπίσουμε, θα μπορεί και αυτή, ως ποσότητα, να διαιρεθεί σε μία μικρότερη ποσοτικά προσδιορισμένη ποιότητα. Σε μια διαλεκτική συνέχειας-ασυνέχειας, η στιγμή του ποιοτικού άλματος είναι μια σκοτεινή ζώνη: μικροσκοπικά, πάνω σε μία ''γραμμή'' συνέχειας (βαθμιαίες ποσοτικές αλλαγές) η οποία διακόπτεται από ένα άλμα, μία τομή (ασυνέχεια), το ''σημείο'' (από την άποψη του χώρου) και η ''στιγμή'' (από την άποψη του χρόνου), κατά την οποία η συνέχεια μεταβαίνει στην ασυνέχεια, είναι αδιευκρίνιστα. Αν υπάρχει απλά μετάβαση, υπάρχει συνέχεια, και δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε το σημείο και τη στιγμή του άλματος, της ασυνέχειας.
Το ζήτημα αυτό διαπερνά και τον νόμο της άρνησης της άρνησης (πάλι τη στιγμή της υπέρβασης μιλάμε για ένα άλμα προς κάτι το νέο, το οποίο εμπεριέχει μερικά το παλιό, αλλά και το αρνείται, συνιστώντας κάτι το καινούργιο σε σχέση με αυτό). Άλλωστε, σε κάθε ''νόμο'' του ''διαλεκτικού υλισμού'', θα δούμε πως αναπαράγεται βασικά μια δυαδική (binary) αντίθεση (1) και μια στιγμή της ''υπέρβασής της'' σε ένα ''ανώτερο επίπεδο'' (αυτό ισχύει για την διαλεκτική μορφής-περιεχομένου, ποσότητας-ποιότητας κλπ). Στην πραγματικότητα, βέβαια, το σχήμα ''θέση-αντίθεση-σύνθεση'' είναι μια ψευδοεγελιανή τριάδα (2). Η άρση μιας αντίφασης (δύο πόλων που αλληλοαναιρούνται και αλληλοπρουποτίθενται) μεταφέρει σε ένα ανώτερο, και πιο ''πλούσιο'' προσδιορισμών, λογικό επίπεδο την ''εργασία του αρνητικού'', του ''αναιρείν''.
Για να επανέλθω όμως στο αρχικό ζήτημα, βάσει της πλέον διαδεδομένης αντίληψης, στους κόλπους του μαρξισμού, περί διαλεκτικής (σοβιετικά εγχειρίδια διαλεκτικού υλισμού), πρέπει να συλλάβουμε μια ασυνέχεια, κάτι το ''ποιοτικά νέο'', το οποίο όμως αποτελεί κατά κάποιον τρόπο μια ''συνέχεια'' της τελευταίας ποσοτικής μεταβολής, πριν το ποιοτικό άλμα. Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Υπάρχει λοιπόν μια σκοτεινή ζώνη, ένα ''κενό''. Είναι σαν μία διακοπή της συνέχειας αμέσως ''πριν'' την τομή της ασυνέχειας, μια διακοπή του βαθμιαίου πριν το ποιοτικό άλμα, μια διακοπή η οποία όμως δεν μπορεί να οριοθετηθεί στο χώρο ούτε να εντοπιστεί σε μια στιγμή του χρόνου.
Ο Λούκατς έχει ψηλαφήσει αυτό το ζήτημα της ιδιαιτερότητας του ''άλματος'', με αφορμή τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό (και δεν είναι τυχαίο αυτό: η ίδια η πραγματικότητα έθεσε τη δυνατότητα του ερωτήματος σε καθαρή μορφή). Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου.
''...Έτσι η διαδικασία (εννοεί του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού), γίνεται φυσικά πολύ πιο σύνθετη, η συνύπαρξη των δύο κοινωνικών δομών οξύνεται, αλλά το κοινωνικό νόημα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, η λειτουργία που αυτός αναπτύσσει στη διαδικασία ανάπτυξης της συνείδησης του προλεταριάτου, δεν υφίσταται ωστόσο καμία μεταβολή. Ακριβώς αυτή η θεμελιακή αρχή της διαλεκτική μεθόδου, σύμφωνα με την οποία ''δεν καθορίζει η συνείδηση των ανθρώπων το κοινωνικό είναι, αλλά αντίστροφα το κοινωνικό τους είναι τη συνείδησή τους'', αν νοηθεί σωστά, έχει σαν συνέπεια να ληφθεί στο πεδίο της πράξης, τη στιγμή της επαναστατικής στροφής, η κατηγορία του ριζικά καινούργιου, της ανατροπής της οικονομικής δομής, της αλλαγής κατεύθυνσης της διαδικασίας, άρα η κατηγορία του άλματος.
Πράγματι, ακριβώς αυτή η σύγκρουση ανάμεσα στην κατόπιν εορτής πρόβλεψη και τη γνήσια και αληθινή πρόβλεψη, ανάμεσα στη ''ψευδή'' συνείδηση και τη σωστή κοινωνική συνείδηση χαρακτηρίζει το σημείο όπου το άλμα γίνεται πιο αποτελεσματικό στο αντικειμενικό οικονομικό πεδίο. Φυσικά, αυτό το άλμα δεν είναι ενέργεια ολοκληρωμένη μια για πάντα, που θα πραγματοποιούσε κεραυνοβόλα και χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς αυτό τον τεράστιο μετασχηματισμό στην ιστορία της ανθρωπότητας. Και ακόμα λιγότερο-μένοντας στο σχήμα της ήδη διανυμένης ανάπτυξης-αυτό συνίσταται στην απλή και καθαρή ποιοτική μεταστροφή μιας αργής και κλιμακωτής ποσοτικής μεταλλαγής: σε μια τέτοια περίπτωση όλα θα συνέβαιναν μέσα από ένα είδους ''πονηριάς του λόγου'' και πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων χάρη στους αιώνιους νόμους της οικονομικής ανάπτυξης, και το άλμα δεν θα σήμαινε άλλο από το ότι η ανθρωπότητα αποκτά, τυχαία, ξαφνικά, συνείδηση κατόπιν εορτής της νέας κατάστασης πραγμάτων που ήδη επετεύχθηκε. Το άλμα είναι μάλλον αργή, σύνθετη και σκληρή διαδικασία. Ο χαρακτήρας του, σαν άλμα, συνίσταται στο ότι είναι κάθε φορά προσανατολισμένο προς κάτι ποιοτικά καινούργιο. Στο γεγονός ότι σ'αυτό βρίσκει έκφραση η συνειδητή δράση, που η πρόθεσή της κατευθύνεται στη γνωστή σαν όλο κοινωνία και άρα ζει ήδη [η δράση], με την πρόθεσή της και στη βάση της, στο βασίλειο της ελευθερίας. Εξάλλου, αυτό ολοκληρώνεται, στη μορφή του και στο περιεχόμενό του, με την αργή διαδικασία μετασχηματισμού της κοινωνίας, μάλιστα μπορεί πραγματικά να διατηρήσει αυτό που το χαρακτηρίζει σαν άλμα μόνο αν διεισδύσει ολότελα σ'αυτή τη διαδικασία, αν δεν είναι άλλο από το νόημα, που έγινε συνειδητό, κάθε στιγμής, τη σχέση του, που έγινε συνειδητή, με το όλο, τη συνειδητή επιτάχυνση προς την αναγκαία κατεύθυνση της διαδικασίας. Μια επιτάχυνση που προηγείται κατά ένα μόνο βήμα από τη διαδικασία. Που δεν θέλει να της υποβάλλει ξένους σκοπούς και καλοφτιαγμένες ουτοπίες, αλλά επεμβαίνει μόνο για να φέρει στο φως το σκοπό που κείται σ'αυτή, τη στιγμή που η επανάσταση, στριμωγμένη ''από τον ακαθόριστο όγκο των σκοπών της'', απειλείται να ταλαντευθεί και να χαθεί στη μέση του δρόμου.
Φαίνεται λοιπόν ότι το άλμα διαλύεται χωρίς κατάλοιπα μέσα στη διαδικασία''...το βασίλειο της ελευθερίας ωστόσο...δεν είναι μόνο σκοπός, αλλά επίσης και μέσο και όπλο πάλης. Κι εδώ εμφανίζεται η νέα από αρχή και ποιότητα πλευρά της κατάστασης: για πρώτη φορά στην ιστορία, μέσα από την ταξική συνείδηση του προλεταριάτου, η ανθρωπότητα παίρνει συνειδητά στα χέρια της την ιστορία της. Η αναγκαιότητα της αντικειμενικής οικονομικής διαδικασίας έτσι δεν καταργείται, αλλά αποκτά μια άλλη λειτουργία εντελώς διαφορετική''(3).
Η απάντηση που δίνει ο Λούκατς δεν είναι ικανοποιητική. Προσπαθεί όμως να προσδιορίσει τη φύση του ποιοτικού άλματος. Το εγχείρημά του εγκλωβίζεται, εκτός των άλλων, στο ότι αναγνωρίζει αυτήν την ιδιαιτερότητα του ποιοτικού άλματος σε σχέση με την ειδική περίπτωση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Στην πραγματικότητα όμως, η ανάγκη ''προσανατολισμού'' των ποσοτικών μεταβολών στο ποιοτικά νέο, ώστε να πραγματοποιηθεί το ποιοτικό άλμα, απαιτείται για κάθε περίπτωση στην οποία ''βλέπουμε'' στην ιστορία τον νόμο μετατροπής των ποσοτικών μεταβολών σε μια νέα ποιότητα. Για παράδειγμα, μια ορισμένη ποσοτική ανάπτυξη των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων υπάρχει, με περιθωριακό τρόπο, και στους κόλπους της φεουδαρχίας. Το ποιοτικά νέο, που δεν είναι ακόμη τέτοιο, και το οποίο μόνο ο ιστορικός μελετητής παρατηρεί αναδρομικά (γνωρίζοντας το ιστορικό αποτέλεσμα), παρατηρείται αρχικά εν είδει των ποσοτικών μεταβολών (πχ διεύρυνση και βάθεμα των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων) εντός ενός προηγούμενου ποιοτικά πλαισίου (φεουδαρχικός τρόπος παραγωγής). Μια ορισμένη ποσοτική επαύξηση (μέγεθος, εύρος, βαθμός ανάπτυξης κάποιας ιδιότητας, κλπ), επιφέρει τελικά το ποιοτικό άλμα, έτσι που, στο παράδειγμά μας, η εμπορευματική μορφή γίνεται καθολική κατηγορία (ως εμπορευματοχρηματική σχέση), εδραιώνοντας έναν ποιοτικά νέο τρόπο παραγωγής, τον καπιταλιστικό. Αυτή η ''εμπέδωση'' όμως του ποιοτικά νέου, ενώ προυποθέτει μία ''προετοιμασία του εδάφους'' με την ποσοτική συσσώρευση όρων, συνιστά και κάτι το ''ριζικά νέο''. Τελικά, υπάρχει κάτι σαν ''κενό'' κάποια στιγμή στην ιστορία και πριν το ποιοτικό άλμα, το οποίο δεν είναι σημείο του βαθμιαίου-της ποσοτικής μεταβολής-ούτε στιγμής της, αλλά και ούτε σημείο ή στιγμή του ποιοτικά νέου. Στο ''κενό'' αυτό έρχεται ένα ''τυχαίο'', ένα ''απρουπόθετο'', το οποίο νομίζω πως δεν είναι απλά συμπλήρωμα του αναγκαίου, και αυτό το ''τυχαίο'', ''απρουπόθετο'', σχεδόν ''μετα-φυσικό'' βάση μιας φυσικο-ιστορικήςεξέλιξης, οργανώνει ή συναρθρώνει όλες τις προηγούμενες ποσοτικές μεταβολές διαφόρων ποιοτήτων στο νόημα του ποιοτικά νέου. Από αυτή τη στιγμή, αναπτύσσονται οι αιτιώδεις συνάφειες του ποιοτικά νέου, τόσο σε συνέχεια όσο και σε ριζική ασυνέχεια (με την έννοια της άρσης) σε σχέση με τον ''πρόγονό'' του.
Ο ''υλισμός της συνάντησης'' του Λουί Αλτουσέρ έρχεται να απαντήσει σε αυτό, απολυτοποιώντας όμως την ασυνέχεια, την τομή, τόσο όσον αφορά την εμπέδωση ενός τρόπου παραγωγής στην ιστορία, όσο και αναφορικά με την διπλή ''επιστημολογική τομή'' του ώριμου Μάρξ στον εαυτό του και στην κλασική πολιτική οικονομία. Έτσι, από ένα σημείο και μετά στο αλτουσεριανό έργο εγκαταλείπεται εκείνο που παραπάνω περιγράφηκε ως ''προετοιμασία του εδάφους'' και ''συσσώρευση όρων'' για το ποιοτικό άλμα.
Η παραπάνω συνάρθρωση των στοιχείων και η οργάνωσή τους στο νόημα της τομής, μέσα σε ένα χωροχρονικό ''κενό'' το οποίο είναι τόσο απόρροια μιας συσσώρευσης όρων όσο και δημιουργία της συνάρθρωσης και της οργάνωσης του νοήματος, θα μπορούσε κανείς να πει ότι αποτελεί μια ρήξη του συνεχούς που υποκειμενικοποιεί τα άτομα με ένα ποιοτικά νέο τρόπο, σε αναφορά με αυτή τη ρήξη. Τις σκέψεις αυτές όμως θα τις αφήσω για εκείνους που γνωρίζουν καλύτερα.
2) Η διαμεσολάβηση και η σχέση συνείδησης-υλικού είναι
Η ''εργασία του αρνητικού'', του διαλεκτικού αναιρείν, ασκείται πάνω σε ένα αντικείμενο της νόησης το οποίο τίθεται ως άμεσο. Η ίδια όμως η ''εργασία του αρνητικού'', η (νοητική) διαμεσολάβηση, μένει έξω από το πεδίο προσδιορισμού των λογικών κατηγοριών, αφού πρέπει να διαμεσολαβηθεί η ίδια. Για τον Αντόρνο, η ''υποστασιοποίηση'' της διαμεσολάβησης ως τέτοιας, ''έξω από τον αστερισμό'' των άκρων που διαμεσολαβεί, αποτελεί υποχώρηση προς τον ιδεαλισμό (βλ. ''Αρνητική Διαλεκτική''). Παραπέμπω
εδώ σε μια ανάρτηση του φίλου Eriugena για το θέμα.
Ο πρώτος ''σπινθήρας'' μιας διαμεσολάβησης ίσως ''εντοπίζεται'' στη σχέση της συνείδησης με τον υλικό μετασχηματισμό, που θέτει το υποκείμενο και το αντικείμενο ως άκρα αυτής της διαμεσολάβησης. Μία σχέση όμως που δεν είναι αιτίου-αιτιατού, αλλά αλληλοαναίρεσης και αλληλοπρουπόθεσης, ενότητας και αντίθεσης, σε μια ''ταυτότητα της ταυτότητας και της μη ταυτότητας''. Αν ισχύει αυτό, τότε η σχέση συνείδησης και υλικού είναι πρέπει να επαναπροσδιοριστεί (σε διάκριση ενός αντικειμενικά υπαρκτού κόσμου έξω από τον άνθρωπο). Τότε ίσως θα πρέπει να διακρίνουμε τον υλικό αυτό κόσμο από τον υλικό μετασχηματισμό (στον άνθρωπο μέσω της πράξης), έναν υλικό μετασχηματισμό ο οποίος συνδιαμορφώνεται με την ανθρώπινη συνείδηση σε μία σχέση που πυροδοτείται σε ταυτότητα με τα άκρα της-βλ στο
http://leninreloaded.blogspot.com/2011/11/v_12.html. Μια τέτοια αντίληψη, αν ως ''υλικός σχηματισμός'' νοηθεί ένα ''κοινωνικό υλικό είναι'' και ως συνείδηση μία ''κοινωνική συνείδηση'', μας καλεί να αναστοχαστούμε τον ιστορικό υλισμό και τις προυποθέσεις του, σε μια κατεύθυνση ανάπτυξής του. Επιπλέον τίθεται ξανά το ερώτημα αν η σχέση ιδεαλισμού-υλισμού είναι σχέση που εξαρτάται από την απάντηση στο ερώτημα τί είναι το πρωταρχικό, η συνείδηση ή η ύλη, το οποίο ως ερώτημα δομικά είναι διαφορετικό (χωρίς να προδικάζω την απάντησή του) από το ερώτημα της πρωταρχικότητας κοινωνικής συνείδησης ή κοινωνικού υλικού είναι. Απολύτως συναφές και το ερώτημα της σχέσης πνευματικής παραγωγής-δημιουργίας και υλικής παραγωγής-δημιουργίας.
3) Ποιά είναι η σχέση της διαλεκτικής με την οντολογία, τη λογική και τη γνωσιοθεωρία; Ισχύει η κλασική αντίληψη μιας γενικής διαλεκτικής που είναι οντολογία, λογική, γνωσιοθεωρία? (Βλ και Ιλιένκοφ,
''Διαλεκτική Λογική'', στο κεφάλαιο ''Για τη σύμπτωση της Λογικής με τη Διαλεκτική και τη Θεωρία της γνώσης του υλισμού'').
Αν βασικές ιδιότητες τη ύλης, για τον διαλεκτικό υλισμό, είναι ο χώρος και ο χρόνος, τότε η υλιστική διαλεκτική, σε διαφορετικό χώρο και διαφορετικό χρόνο, δεν μπορεί να ''εφαρμόζεται'' ενιαία βάσει μερικές γενικές αρχές, οι οποίες, αναπόφευκτα, θα προυποτίθενται ως εξαγόμενες από έναν ομογενοποιημένο χώρο και χρόνο. Πάλι ο Λούκατς είχε θέσει το ερώτημα, μιας διαφορετικής διαλεκτικής του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Από άποψη χώρο όσο και χρόνο, κατά την σοσιαλιστική οικοδόμηση βρισκόμαστε, εντελώς μεταφορικά, ''μέσα'' στο ποιοτικό άλμα, κατά την σοσιαλιστική-κομμουνιστική αρνητική διαμεσολάβηση του ΚΤΠ και της προιστορίας του ανθρώπου, βρισκόμαστε ''μέσα'' στη διαμεσολάβηση. Θεωρητική προυπόθεση για να συλλάβουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ''διαλεκτική'' αυτής της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής μετάβασης, είναι και η διερεύνηση του ίδιου του ''γενικού'' χαρακτήρα της διαμεσολάβησης, που είναι αξεχώριστος από τον ''ειδικό'' της χαρακτήρα (εν προκειμένω, πρόκειται για έναν σοσιαλιστικό μετασχηματισμό των ταξικών κοινωνιών προς μία αταξική κοινωνία). Παραφράζοντας τον Λένιν, ''η διαμεσολάβηση είναι πάντα συγκεκριμένη''.
Επομένως, ο χώρος και ο χρόνος, ως βασικές διαστάσεις της ''ύλης' με την έννοια του διαλεκτικού υλισμού, επιβάλλουν και μια διαφορετική υλιστική αντίληψη επιπέδων και χρονικοτήτων. Το γήινο οικοσύστημα (Φύση), είναι ένας διαφορετικός χώρος και με μία διαφορετική χρονικότητα (ή χρονικότητες), σε σχέση με την κοινωνία. Μια ''διαλεκτική της φύσης'' πρέπει να έχει υπόψη της τη δυσκολία αυτή, χωρίς να αίρεται ως ερευνητικό πρόγραμμα. Από την έννοια, η συγκρότηση ενός χώρου ως ''ολότητα'' που αυτοποιείται-αυτοαναπτύσσεται, μπορεί να μας δίνει σε ένα βαθμό μια διαλεκτικο-υλιστική αντίληψη της ''γενικής'', ''αντικειμενικής λογικής'' αυτοανάπτυξης τέτοιων ολοτήτων. Όμως το πρόβλημα του ''γενικού'' στην υλιστική διαλεκτική είναι οριακά αξεπέραστο: ο πλούτος και το ζωντανό, κινητικό περιεχόμενο των ειδικών αναδιαρθρώνει οποιονδήποτε εγκλεισμό τους στην ταυτότητά τους με το γενικό.
Για αυτό ο Μάρξ μας κάλεσε να στοχαστούμε πάνω όχι στο ''ζήτημα της λογικής'', όπως έκανε ο Χέγκελ, αλλά στη ''λογική του ζητήματος''. Ωστόσο, πολλοί μαρξιστές, σε μία προσπάθεια να μην καταφύγουν σε ''λογικές αφαιρέσεις'' καθώς αναγνώρισαν τον πραγματικό κίνδυνο της παραμορφωτικής ταυτότητας των ειδικών υπό την σκέπη ενός γενικού-μιας έννοιας, κατέληξαν στον εμπειρισμό και σε μια μη συνεκτική θεώρηση των αντικειμένων που μελετούσαν. Αναγκαστικά, η θεωρία θα αναζητάει τις γενικές αρχές εκείνες, οι οποίες θα της επιτρέπουν να ταξινομεί, να περιγράφει και να κατανοεί την ''ύλη'' της. Αρκεί να έχει επίγνωση των κινδύνων και των ορίων.
Υπό αυτή την έννοια, η απόλυτη αποστροφή προς το ''εν γένει'', πρέπει να αντικαθίσταται από την κριτική αναίρεσή του. Το ''ζήτημα της λογικής'' μας δίνει ένα γενικό πλαίσιο, πχ τον ιστορικό υλισμό. Η ''λογική του ζητήματος'' μας καλεί να άρουμε σε ένα ανώτερο επίπεδο τον ιστορικό υλισμό, διαπιστώνοντας τα όριά του από την μελέτη των επιμέρους ειδικών, συγκεντρώνοντας ιστορικό υλικό, αποδιαρθρώνοντας φιλοσοφικές αξιωματικές παραδοχές, θραύοντας τις λογικές αντινομίες. Έτσι πρέπει να καταλήγουμε σε έναν επαναπροσδιορισμό του ''ζητήματος της λογικής'', μέσα από τη μελέτη της ''λογικής των ζητημάτων''. Αλλά δίχως μια εικασία και ένα γνωστικό κεκτημένο συνολικής συμπερίληψης των ειδικών, θα καταφύγουμε σε μία ''χαώδη αντίληψη'' και μια ''γεγονοτολογική αντίληψη της ιστορίας'' ή στον σχετικισμό. Η επαναστατική πράξη όμως, αναζητά ένα θεμέλιο της προτρέχουσας σύλληψης των αποτελεσμάτων της και έναν ολικό μετασχηματισμό του υπάρχοντος.