Πλαστογράφοι της Ιστορίας από κοινού με το πολιτικό κατεστημένο της ιμπεριαλιστικής ΕΕ ανακήρυξαν την 23η Αυγούστου μέρα μνήμης κατά των ολοκληρωτικών καθεστώτων φασισμού και κομμουνισμού. Εξομοιώνουν τον κομμουνισμό με το φασισμό.
Μαζί οι «φιλελεύθεροι», οι σοσιαλδημοκράτες, οι οικολόγοι - πράσινοι και δυνάμεις τύπου ΛΑ.Ο.Σ. πήραν αυτή την αντιδραστική επαίσχυντη απόφαση.
Αποσπούν το φασισμό από τη μήτρα που τον γέννησε και που είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, προκειμένου να αθωώσουν τον ιμπεριαλισμό ως σύστημα που γεννά τις αιτίες των πολέμων.
Λένε ότι τον φασιστικό άξονα, που εξαπέλυσε πρώτος τον πόλεμο, τον νίκησε η δημοκρατία. Και όταν οι πολιτικοί ηγέτες των καπιταλιστικών κρατών μιλούν για δημοκρατία, δεν εννοούν τη δημοκρατία όπου κάνουν κουμάντο οι πολλοί, οι λαοί, αλλά αυτή όπου κάνει κουμάντο το κεφάλαιο. Γι' αυτό και λένε ότι δε νίκησε παντού σ' όλη την Ευρώπη η δημοκρατία, αφού μια σειρά χωρών υποδουλώθηκαν στον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό.
Γι' αυτό και πανηγυρίζουν για την επανένωση της Ευρώπης μετά την «πτώση του τείχους». Την επανένωση στις αξίες της ελευθερίας και δημοκρατίας, δηλαδή της ιμπεριαλιστικής ελευθερίας και δημοκρατίας. Γι' αυτό και καθιέρωσαν αυτή τη μαύρη για τους λαούς της Ευρώπης μέρα.
Μιλούν για την ελευθερία και δημοκρατία που κατέκτησαν οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες με την αντεπανάσταση και την ίδια ώρα εντείνονται οι διώξεις σ' αυτές τις χώρες κατά των κομμουνιστών, Κομμουνιστικά Κόμματα είναι στην παρανομία ενώ οι συνεργάτες των Γερμανών, όπως στις Βαλτικές χώρες, αναδεικνύονται εθνικοί ήρωες.
Επιχειρούν να σβήσουν από την Ιστορία το ρόλο των λαϊκών κινημάτων στην οργάνωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα ενάντια στην κατοχή της χιτλερικής συμμαχίας, το ρόλο των λαϊκών κινημάτων ενάντια στο φασισμό σε κάθε χώρα, στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο που διεξήγαγε η αστική τάξη, το ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος, όπως στην Ελλάδα, όπου υπήρξε εμπνευστής, ψυχή και οργανωτής της Εθνικής Αντίστασης.
Τα αντικομμουνιστικά κέντρα
«Μετά τη νίκη της αντεπανάστασης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες (1989 - 1991), ξεκίνησε μια πιο συντονισμένη παγκόσμια προσπάθεια να ξαναγραφτεί η Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο ιμπεριαλισμός επιχειρεί να σβήσει την προσφορά του κομμουνιστικού κινήματος, να κρύψει τις κατακτήσεις του σοσιαλιστικού συστήματος. Επιδιώκει να καταστήσει τις νεότερες γενιές ευάλωτες στη μαύρη προπαγάνδα, να τις υποτάξει μαζικά στα σημερινά του εγκλήματα. Ο αντικομμουνισμός αποτελεί παγκόσμια ιδεολογική και πολιτική δράση των δυνάμεων του κεφαλαίου, προκειμένου να υψωθούν απέραστα τείχη, για να μη βγει ο κόσμος από το πισωγύρισμα όπου τον έφερε η αντεπανάσταση του 1989 - 1991.
Τα ιμπεριαλιστικά "κέντρα" συγκαλύπτουν ότι οι άδικοι πόλεμοι ξεπηδούν από τη φλέβα του καπιταλιστικού συστήματος, ότι δεν οφείλονται σε κάποιους μανιακούς, όπως συχνά παρουσιάζουν τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι. Οι πόλεμοι γίνονται επειδή υπάρχει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις για το μοίρασμα των αγορών, για τη "διέξοδο" από τις οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού μέσα από τη χειρότερη μορφή καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων, τον πόλεμο. Ακόμα, με στόχο την αναδιάταξη στο συσχετισμό δυνάμεων των ιμπεριαλιστικών κρατών.
Ταυτόχρονα, αποσιωπούν το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ κατέβαλε μεγάλες και πολύχρονες προσπάθειες για να αποσοβηθεί η πολεμική έκρηξη, ότι ακολουθούσε με συνέπεια πολιτική ειρήνης, επειδή μόνο από αυτήν είχε συμφέρον για να οικοδομηθεί η σοσιαλιστική κοινωνία. Εχοντας καταργήσει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, είχε καταργήσει και το κίνητρο της συμμετοχής στο μοίρασμα και στο ξαναμοίρασμα του κόσμου. Η Σοβιετική Ενωση υποχρεώθηκε να διεξαγάγει έναν πόλεμο που προκάλεσε ο ιμπεριαλισμός.
Κρύβουν, επίσης, επιμελώς ότι ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αναθέρμανε τις ελπίδες των αντεπαναστατικών δυνάμεων στη Σοβιετική Ενωση, που τον είδαν ως τη μεγάλη ευκαιρία για την παλινόρθωση του καπιταλισμού και συμμάχησαν με τους Γερμανούς.
Τα αντικομμουνιστικά "κέντρα" ονοματίζουν σήμερα την Αντίσταση "τρομοκρατία"! Εμφανίζουν ως σφαγές αμάχων την παραδειγματική τιμωρία των "δωσίλογων". Προβάλλουν ως βασική αιτία της δημιουργίας οργανώσεων τύπου "Ταγμάτων Ασφαλείας" και της συνεργασίας με τους κατακτητές την ανάγκη "αθώων να προστατευθούν από το αιματηρό όργιο που εξαπέλυσαν εναντίον τους οι κομμουνιστές"!
Αντιστρέφουν πλήρως την πραγματικότητα. Δεν είναι μόνο οι δυνάμεις του "Αξονα" που διέπραξαν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Είναι και οι κυβερνήσεις των "δημοκρατικών" ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Από τα πιο χαρακτηριστικά εγκλήματα των ΗΠΑ - Βρετανίας ήταν ο βομβαρδισμός της Δρέσδης (13 προς 14 Φλεβάρη 1945), στη διάρκεια του οποίου η πόλη μεταμορφώθηκε σε σωρούς ερειπίων, χάθηκαν πάνω από 120.000 άνθρωποι και καταστράφηκε ανυπολόγιστης αξίας πολιτιστικός πλούτος. Κι αυτό, παρότι ο βομβαρδισμός της Δρέσδης δεν είχε στρατιωτική σημασία. Σήμερα, δε λείπουν και εκείνοι που ισχυρίζονται ότι η Δρέσδη βομβαρδίστηκε μετά από απαίτηση του Στάλιν!! Ομως, τα εργοστάσια της Γερμανίας, όπου οι ΗΠΑ είχαν επενδύσεις, παρέμειναν άθικτα.
Η έκρηξη αυτενέργειας, που έδειξε το μεγαλύτερο τμήμα του σοβιετικού λαού, η τέτοια προσήλωση στο στόχο και η συνειδητή πειθαρχία δεν μπορούσαν να υπάρξουν σε συνθήκες τρόμου σε βάρος του λαού, όπως ισχυρίζονται ότι υπήρχαν η ιμπεριαλιστική και η οπορτουνιστική προπαγάνδα. Δεν ήταν δυνατό να δράσουν σε συνθήκες τρόμου οι οικοδόμοι του σοσιαλισμού, που μετέφεραν στα ενδότερα της Σοβιετικής Ενωσης χιλιάδες εργοστάσια και επιχειρήσεις των δυτικών περιοχών, για να συνεχιστεί η παραγωγή. Οι οικοδόμοι του σοσιαλισμού, που, μεσούντος του πολέμου, έχτιζαν από την αρχή τις ερειπωμένες περιοχές, όταν οι γερμανικές στρατιές τις εγκατέλειπαν. Εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες έπιασαν δουλειά στα εργοστάσια αντικαθιστώντας στην παραγωγή τους άντρες που πολεμούσαν στο μέτωπο. Περισσότερες από 1 εκατομμύριο γυναίκες στα κολχόζ απέκτησαν τα επαγγέλματα της οδηγού και της μηχανικού. Πάνω από 200 χιλιάδες έγιναν υπεύθυνες συνεργείων και πρόεδροι κολχόζ, ενώ 1 εκατομμύριο πήραν μέρος στις μάχες, στο μέτωπο και στα αντάρτικα τμήματα.
Αλλά και οι τέτοιας έκτασης και βάθους γιγάντιες στρατιωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτές που διεξήγαγε ο Κόκκινος Στρατός, ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθούν δίχως την αυτοθυσία, την πρωτοβουλία και την ατομική υπευθυνότητα από τους πολιτικούς και στρατιωτικούς ιθύνοντες κάθε χώρου» (Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ «Για τα 65 χρόνια από τη μεγάλη Αντιφασιστική Νίκη των Λαών 9 Μάη 1945», «Ρ» 2/5/2010).
Αλλά οι ιμπεριαλιστές φτιάχνουν και δικές τους ανύπαρκτες ιστορικές επετείους για να ενσταλάζουν το δηλητήριο του αντικομμουνισμού, ως όπλο στον ολοκληρωτικό πόλεμό τους κατά των λαών. Ετσι καθιέρωσαν την 23η Αυγούστου μέρα μνήμης κατά των ολοκληρωτικών καθεστώτων φασισμού και κομμουνισμού.
Και στην Ελλάδα
Και στη χώρα μας διάφοροι δημοσιολόγοι και συγγραφείς, που αυτοαποκαλούνται ή τους εμφανίζουν ως αντικειμενικούς κριτές της Ιστορίας, βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία επιβολής αυτής της επικίνδυνης άποψης προκειμένου να υποτάξουν λαϊκές δυνάμεις στην ιμπεριαλιστική βαρβαρότητα και ιδιαίτερα τη νεολαία, η οποία δεν έχει κατακτημένη την ιστορική πείρα του 20ού αιώνα, το ρόλο του σοσιαλισμού και της ΕΣΣΔ στη συντριβή του φασισμού. Και είναι πολύπλευρη αυτή η άτιμη προπαγάνδα. Και αμιγώς αντισοβιετική και αντικομμουνιστική γενικά, αλλά και αντιΚΚΕ.
Λένε, λοιπόν, και γράφουν για την Ελλάδα την περίοδο της φασιστικής κατοχής περί «κομμουνιστικής τρομοκρατίας» που προκάλεσε τη δημιουργία των «Ταγμάτων Ασφαλείας». Επιχειρούν να εξομοιώσουν τα εγκλήματα των δωσίλογων, των ταγματασφαλιτών, των συνεργατών των κατοχικών δυνάμεων, βάζοντάς τα στην ίδια μοίρα με τις ενέργειες αυτοάμυνας του ανταρτοπόλεμου. Λες και δεν ήταν τα «Τάγματα Ασφαλείας» τα ένοπλα τμήματα υπεράσπισης του καθεστώτος των δωσίλογων και των Κουίσλιγκς, που δρούσαν ως κοινοί εγκληματίες κατά των λαϊκών ανθρώπων που αντιστέκονταν στον καταχτητή, που πάλευαν για την απελευθέρωση της πατρίδας. Λες και δεν ήταν τα «Τάγματα Ασφαλείας» που δημιουργήθηκαν στην Κατοχή από τους Ράλληδες και τους Γερμανούς καταχτητές, με τις ευλογίες των Εγγλέζων, για να χτυπήσουν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ και για να έχει ένα ακόμη ένοπλο στήριγμα το αστικό κράτος! Αλλωστε, η ελληνική αστική τάξη μετά την απελευθέρωση βρήκε το ένοπλο στήριγμά της στα «Τάγματα Ασφαλείας». Με τα «Τάγματα Ασφαλείας» και τους Αγγλους χτύπησε το λαϊκό κίνημα για να εγκαθιδρύσει τη δική της εξουσία, αφού ο αστικός πολιτικός κόσμος δεν είχε κανένα λαϊκό έρεισμα, μια και στον απελευθερωτικό πόλεμο ηγήθηκε η εργατική τάξη με τους συμμάχους της. Βεβαίως και οι επιλογές της άρχουσας τάξης της Ελλάδας μετά την εισβολή των Γερμανών δεν ήταν ενιαίες, πράγμα εντελώς φυσιολογικό, αφού τα ιδιαίτερα συμφέροντα τμημάτων της διαφέρουν. Ετσι, το τμήμα της που είχε οικονομικοπολιτικές σχέσεις με τους Αγγλογάλλους φρόντισε να φύγει από την Ελλάδα για τη Μέση Ανατολή, το δε τμήμα της που είχε ανάλογες σχέσεις με τους Γερμανούς έμεινε στην Ελλάδα για να εγκαθιδρύσει το κατοχικό καθεστώς με διάφορα πολιτικά σχήματα και πρόσωπα.
Αυτή η πραγματικότητα έβαζε τη σφραγίδα της στη μεταπελευθερωτική πορεία της Ελλάδας και οδήγησε στις μάχες του Δεκέμβρη και στον εμφύλιο πόλεμο. Ουσιαστικά όλη η πορεία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα έθετε αντικειμενικά το ζήτημα της εξουσίας μετά την απελευθέρωση. Και απασχολούσε το ίδιο την άρχουσα τάξη και τα πολιτικά της κόμματα, αλλά και την εργατική τάξη και το κόμμα της καθώς και τη συμμαχία της στο συνασπισμό του ΕΑΜ.
Αλλωστε, πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευτεί, π.χ., η ένοπλη δράση του ΕΔΕΣ με τη στήριξη των Αγγλων κατά του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ σ' όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα; Ο λαός είχε ήδη καταχτήσεις με τα όργανα λαϊκής αυτοδιοίκησης, τα λαϊκά δικαστήρια, αλλά και κυβέρνηση, την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ). Είχε ακόμη το δικό της λαϊκό στρατό, τον ΕΛΑΣ, και την πλειοψηφία του ελληνικού λαού συσπειρωμένη στο ΕΑΜ. Αυτό το κίνημα έπρεπε πάση θυσία να τσακιστεί από την άρχουσα τάξη.
Αυτή η τεράστια συκοφαντική προπαγανδιστική εκστρατεία είναι γέννημα των ιμπεριαλιστικών κέντρων και παρουσιάζεται ως ιστορία, ως αλήθεια, από τα αστικά ΜΜΕ. Μα παρουσιάζεται ως αλήθεια, ως ιστορία, γιατί η προσωρινή ήττα του σοσιαλισμού, με την αντεπανάσταση, αξιοποιείται από τον ιμπεριαλισμό ως όπλο κατά της πάλης των λαών για το δικό τους μέλλον, του αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού και το πέρασμα στο σοσιαλισμό, για την κομμουνιστική κοινωνία.
Τα διεθνή μονοπώλια και ο Χίτλερ
Αλλά ποιες δυνάμεις βοήθησαν στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία; Τα γερμανικά μονοπώλια. Σημαντικό όμως ρόλο έπαιξαν επίσης τα μονοπώλια των ΗΠΑ και της Αγγλίας και οι κυβερνήσεις τους. Οι τράπεζες και τα άλλα μονοπώλια των ΗΠΑ και της Αγγλίας επένδυσαν δισεκατομμύρια δολάρια στην ανόρθωση του δυναμικού της πολεμικής βιομηχανίας της Γερμανίας, έχοντας υπόψη να χρησιμοποιήσουν τη χώρα αυτή στον αγώνα εναντίον της Σοβιετικής Ενωσης. Οι μεγάλοι Αμερικανοί ιδιοκτήτες μονοπωλίων, όπως ο Μόργκαν, ο Ντιπόν, ο Ροκφέλερ και άλλοι, αρκετά χρόνια ενίσχυαν το χιτλερικό κόμμα.
ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία υπολόγιζαν ότι θα πετύχαιναν να στρέψουν τον Χίτλερ κατά της ΕΣΣΔ, ώστε και η σοβιετική εξουσία να ανατραπεί και η αποδυναμωμένη Γερμανία να υποχρεωθεί να δεχτεί τους δικούς τους όρους μετά το τέλος του πολέμου στο μοίρασμα της λείας, έτσι ώστε να βγουν κερδισμένα τα δικά τους μονοπώλια και χαμένα τα γερμανικά.
Αλλά και την ίδια περίοδο του πολέμου συνέχιζαν στην ίδια ρότα, κάνοντας μυστικές συνεννοήσεις με τον Χίτλερ για συμφωνία μαζί του κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Ανέχτηκαν τις πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις Γερμανίας - Ιταλίας στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αφρική. Κράτησαν αρνητική στάση στο κάλεσμα της ΕΣΣΔ για συμφωνία ενάντια στον Χίτλερ, όταν ήδη είχε συγκροτηθεί το αντικομμουνιστικό Σύμφωνο Βερολίνου - Τόκιο - Ρώμης. Ακόμη και μετά το Σύμφωνο του Μονάχου, όπου παρέδωσαν στον Χίτλερ την Αυστρία, την Τσεχία. Την περίοδο του πολέμου προχώρησαν σε στρατολόγηση Γερμανών, Βουλγάρων, Τσέχων για να χρησιμοποιηθούν στην κατασκοπεία και υπονομευτική δράση ενάντια στην ΕΣΣΔ και στις Λαϊκές Δημοκρατίες, αμέσως μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας.
Μύχιοι πόθοι Αγγλογάλλων και Αμερικάνων
Η Γερμανία, παρά το ότι είχε ηττηθεί στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά την επιβολή σκληρών όρων με τη συνθήκη των Βερσαλιών από τους νικητές (Αγγλία, Γαλλία), εξακολουθούσε να είναι ιμπεριαλιστική δύναμη. Η Αγγλία και η Γαλλία γνώριζαν ότι η Γερμανία μπορούσε πάλι να προπορευτεί απ' τις άλλες καπιταλιστικές χώρες. Ετσι θα έπρεπε λογικά οι αστικές τάξεις της Αγγλίας και της Γαλλίας με όλες τους τις δυνάμεις να εμποδίσουν την οικονομική αναγέννηση και τη στρατιωτική ανάπτυξη της Γερμανίας. Αλλά έκαναν εντελώς το αντίθετο, και εδώ αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ότι η ταξική αλληλεγγύη συνυπάρχει με τους ανταγωνισμούς του κεφαλαίου, πολύ δε περισσότερο που τώρα υπήρχε και ο κοινός εχθρός, ο μπολσεβικισμός. Οχι μόνο ως ιδεολογία και πολιτική, αλλά ως κρατική οντότητα και οργάνωση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της στην Ενωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών.
Ετσι συνέβαλαν τα μέγιστα στην αναγέννηση της οικονομικής και πολεμικής ισχύος της Γερμανίας. Απ' το 1924 - 1925 τα καπιταλιστικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης εφάρμοσαν μια τέτοια πολιτική. Η Γερμανία ανορθώθηκε οικονομικά με τα σχέδια Ντοζ (1924) και Γιανκ (1929), τα οποία εμπνεύστηκαν κι έθεσαν σε εφαρμογή οι κύριοι εκπρόσωποι του αμερικανικού και του αγγλογαλλικού χρηματιστικού κεφαλαίου. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο που με την εφαρμογή αυτών των σχεδίων τα μεγαλύτερα αμερικάνικα μονοπώλια («Στάνταρντ Οϊλ», «Τζένεραλ Ελέκτρικ», «Τζένεραλ Μότορς», «Ιντερνάσιοναλ Τέλεγκραφ εντ Τέλεφον Κόμπανι», «Φορντ», «Ανακόντα» κ.λπ.) διεισδύσανε στη γερμανική βιομηχανία με τη μέθοδο των απευθείας επενδύσεων. Στην καθαρά πολεμική παραγωγή, η πρόοδος της ναζιστικής Γερμανίας, χάρη στα ξένα κεφάλαια, υπήρξε εντυπωσιακή. Στα χρόνια 1933-'39 τα πολεμικά έξοδα της Γερμανίας αυξήθηκαν περισσότερο από 12 φορές, ενώ η γερμανική πολεμική παραγωγή αυξήθηκε 22 φορές. Οι Ενοπλες Δυνάμεις της την 1η Σεπτέμβρη του 1939 έφταναν τα 4,6 εκατομ. άνδρες και διέθεταν 26 χιλιάδες πυροβόλα και όλμους, 3,2 χιλιάδες άρματα μάχης, 4,4 χιλιάδες πολεμικά αεροπλάνα, 115 πολεμικά πλοία (από αυτά 57 υποβρύχια).
Το βασικό περιεχόμενο των διεθνών εξελίξεων καθοριζόταν βασικά από την αντίθεση ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό, που εκφραζόταν ως αντίθεση ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τα καπιταλιστικά κράτη. Οι αστικές κυβερνήσεις επιδίωκαν να τσακίσουν το σοσιαλισμό. Απ' αυτό το σκοπό καθοδηγούνταν και στο γερμανικό ζήτημα οι κυβερνήσεις των νικηφόρων κρατών. Τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, μετά την αποτυχία της στρατιωτικής επέμβασής τους κατά του σοβιετικού κράτους, στα πρώτα δύο χρόνια μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, δεν εγκατέλειψαν τα σχέδιά τους για την εξόντωση του σοσιαλισμού με την ένοπλη βία. ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία συνέχισαν να καταστρώνουν σχέδια για νέες αντισοβιετικές πολεμικές περιπέτειες. Και προσπαθώντας να βρουν τις απαραίτητες στρατιωτικές δυνάμεις για να πραγματοποιήσουν αυτά τους τα σχέδια έστρεψαν την προσοχή τους προς τη Γερμανία.
Η Γερμανία με τη μεγάλη στρατιωτική και οικονομική της ισχύ, με την ικανότητά της να παραθέσει στο μέτωπο σημαντικό στρατό, με τη μιλιταριστική της παράδοση, ήταν ικανή να εξαπολύσει πόλεμο για την καταστροφή της ΕΣΣΔ.
ΗΠΑ, Αγγλία και Γαλλία σχεδίαζαν την υποκίνηση ενός πολέμου Γερμανίας και Ιαπωνίας κατά της ΕΣΣΔ με σκοπό να λύσουν δύο ζητήματα: Με τις Γερμανία και Ιαπωνία να εξαφανίσουν τη Σοβιετική Ενωση αλλά και να εξασθενήσουν Γερμανία και Ιαπωνία με έναν παρατεταμένο εξοντωτικό πόλεμο.
Δύο ιμπεριαλιστικοί συνασπισμοί
Ετσι διαμορφώθηκαν δύο μεγάλες και επικίνδυνες πολεμικές εστίες: Η Γερμανία στην Ευρώπη, η Ιαπωνία στην Απω Ανατολή. Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός, αφού δυνάμωσε αρκετά, με πρόσχημα την εξάλειψη της αδικίας, που δημιούργησαν οι αποφάσεις της Συνθήκης των Βερσαλιών (συνθήκη που θεσμοθετούσε τα αποτελέσματα του Α' Παγκόσμιου Πολέμου ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές), άρχισε να αξιώνει το ξαναμοίρασμα του κόσμου προς όφελός του. Η εγκαθίδρυση στη Γερμανία, το 1933, του ναζισμού, μιας ωμής δικτατορίας του τρόμου και των διωγμών, και ας είχε ανέβει στην κυβερνητική εξουσία με κοινοβουλευτική μορφή (τα μονοπώλια είχαν επιλέξει το Χίτλερ για την εξουσία), μετέβαλε αυτή τη χώρα σε δύναμη κρούσης του ιμπεριαλισμού, που στρεφόταν, κατά πρώτο λόγο, ενάντια στην ΕΣΣΔ. Σ' αυτή την κατεύθυνση έδιναν συμβουλές οι Αγγλογάλλοι και οι Αμερικάνοι, ακόμη και ως προς το σχέδιο επίθεσης. Αρχικά στην Πολωνία, μετά στην Τσεχοσλοβακία και από κει στην ΕΣΣΔ.
Αλλά τα σχέδια του γερμανικού ιμπεριαλισμού δεν περιορίζονταν μόνο στην υποδούλωση των λαών της Σοβιετικής Ενωσης. Το πρόγραμμα της παγκόσμιας κυριαρχίας τους πρόβλεπε τη μετατροπή της Γερμανίας σε κέντρο μιας γιγαντιαίας αποικιοκρατικής αυτοκρατορίας, που η εξουσία και η επιρροή της θα απλώνονταν σε ολόκληρη την Ευρώπη και στα πιο πλούσια μέρη της Αφρικής, της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής. Και τότε τα πετρέλαια και οι δρόμοι τους αποτελούσαν ισχυρό δέλεαρ για κατακτήσεις εδαφών και πόλεμο.
Η συντριβή και η κατάκτηση της Σοβιετικής Ενωσης, με σκοπό την εξαφάνιση πρώτα απ' όλα του κέντρου του διεθνούς κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος, καθώς και η διεύρυνση του «ζωτικού χώρου» του γερμανικού ιμπεριαλισμού υπήρξαν η βασικότερη πολιτική επιδίωξη του ναζιστικού καθεστώτος και ταυτόχρονα η βασικότερη προϋπόθεση για την παραπέρα επιτυχή ανάπτυξη της επιδρομής σε παγκόσμια κλίμακα. Το ξαναμοίρασμα του κόσμου και την εγκαθίδρυση «νέας τάξης» επιδίωκαν, επίσης, και οι ιμπεριαλιστές της Ιταλίας και της Ιαπωνίας. Οι κυβερνήσεις των άλλων ιμπεριαλιστικών κρατών, ΗΠΑ, Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας, με κίνητρο το ταξικό μίσος προς την ΕΣΣΔ, ακολουθούσαν πολιτική συνωμοσίας με τον Χίτλερ.
Και η συμβολή της σοσιαλδημοκρατίας
Αλλά τους Χίτλερ και Μουσολίνι βοήθησε και η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Οχι μόνο γιατί προετοίμασε το έδαφος, όταν ήταν στις κυβερνήσεις, προκειμένου να μεγαλώσει το τέρας του φασισμού, αφού έκανε σφοδρό αντικομμουνιστικό και αντισοβιετικό αγώνα, έπαιρνε μέτρα διάσωσης του καπιταλισμού από τη μεγάλη οικονομική κρίση του 1929-'33 χτυπώντας εργασιακά και λαϊκά δικαιώματα, απαγορεύοντας τους εργατικούς διεκδικητικούς αγώνες, σε μια περίοδο μάλιστα που η οικονομική κρίση ωθούσε τις λαϊκές μάζες στην εξαθλίωση. Ηταν αυτές οι κυβερνήσεις, όπως, για παράδειγμα, η κυβέρνηση Μίλερ στη Γερμανία, που, με το νομοθετικό οπλοστάσιο ενίσχυσης της αντιδραστικής ιμπεριαλιστικής δημοκρατίας, έστρωναν το έδαφος της φασιστικής επίθεσης. Και ταυτόχρονα πρόβαλλαν ως υπεύθυνο για την οικονομική κρίση και ως το μεγαλύτερο εχθρό των λαϊκών μαζών το σοσιαλισμό που οικοδομούνταν στην ΕΣΣΔ.
Aπό την εποχή ακόμη που ο Καρλ Κάουτσκι και η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, για να στηρίξουν την αστική τάξη και το πολιτικό της σύστημα, στο όνομα της δημοκρατίας έκαναν τον πιο βρώμικο αντισοβιετισμό, χτυπώντας την Οχτωβριανή Επανάσταση ως «δικτατορία», μέχρι σήμερα, το όπλο του αντικομμουνισμού είναι αιχμή της αστικής ιδεολογίας. Είναι μέρος της στρατηγικής του κεφαλαίου στον «πόλεμό» του κατά της εργατικής τάξης, γι' αυτό και εκφράζεται με «πόλεμο» ενάντια στο επαναστατικό κόμμα της, το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Ο Καρλ Κάουτσκι στο βιβλίο του «Ο μπολσεβικισμός σε αδιέξοδο», έχοντας στραφεί ουσιαστικά ενάντια στην ταξική πάλη, υποστήριζε ότι η αντεπανάσταση των λευκοφρουρών στη Σοβιετική Ρωσία ήταν λιγότερο επικίνδυνη από τον μπολσεβικισμό. Ο Κάουτσκι έφτασε στο σημείο να θεωρεί μια από τις κύριες αιτίες της οικονομικής κρίσης τη σοβιετική εξουσία, λόγω της απόσπασης της αγοράς της πρώτης σοσιαλιστικής χώρας στον κόσμο από τη βιομηχανική Ευρώπη και πρότεινε ανοιχτά: «Το να βγάλουμε τον μπολσεβικισμό από τη μέση... σημαίνει να ανοίξουμε το δρόμο προς την άνθηση όχι μόνο της Ρωσίας, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης». Πάνω στο έδαφος του αντικομμουνισμού, ο αποστάτης Κάουτσκι συνενώθηκε με την κεφαλαιοκρατία στον αντισοβιετικό ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Επίσης, στο συνέδριο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, που έγινε στη Λιψία το 1931, ένας απ' τους ηγέτες της, ο Φ. Ταρνόφ, δήλωσε ανοιχτά: «Στεκόμαστε δίπλα στο κρεβάτι του άρρωστου καπιταλισμού όχι μόνο για να κάνουμε διάγνωση. Είμαστε υποχρεωμένοι... να γίνουμε ακριβώς ο γιατρός, που θέλει σοβαρά να θεραπεύσει τον άρρωστο και ωστόσο να διατηρήσουμε το αίσθημα ότι εμείς είμαστε οι κληρονόμοι». «Είναι αυτονόητο - έγραφε ο ηγέτης της κοινοβουλευτικής ομάδας των σοσιαλδημοκρατών στο γερμανικό Ράιχσταγκ Ε. Χάιλμαν - ότι όλη η σοσιαλδημοκρατία εργάζεται για ν' αποτρέψει την κατάρρευση του καπιταλισμού».
Οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας απέτρεπαν τους εργάτες από τις απεργίες, έριξαν μάλιστα και το σύνθημα: Στις συνθήκες της κρίσης είναι εγκληματικό να διεξάγονται απεργίες, γιατί αυτό οδηγεί στην ακόμα μεγαλύτερη μείωση της παραγωγής. Υποστηρίζοντας τα αντιδραστικά αντεργατικά μέτρα των αστικών κυβερνήσεων, δήλωναν ότι αυτό πρέπει να γίνει εν ονόματι του «μικρότερου κακού», δηλαδή για να αποτραπεί ο φασισμός ή ο «ριζοσπαστισμός από τα αριστερά». Στην πραγματικότητα, όμως, η γραμμή συνεργασίας με την αστική τάξη οδηγούσε από τη μια παραχώρηση στην αντίδραση στην άλλη, στην παραίτηση από τον αποφασιστικό αγώνα κατά της επίθεσης του φασισμού, στρώνοντας ουσιαστικά το δρόμο για την επιβολή του.
Το ΚΚ Γερμανίας κατά του φασισμού
Στην περίοδο της οικονομικής κρίσης 1929-1933, οι ιδιοκτήτες των μονοπωλίων στη Γερμανία φοβούνταν την ανάπτυξη του αντικαπιταλιστικού κινήματος και το δυνάμωμα της επιρροής του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η ανησυχία τους μεγάλωνε γιατί το κύρος των παλαιών αστικών κομμάτων - του γερμανικού Λαϊκού, του γερμανικού Δημοκρατικού, του βαυαρικού Λαϊκού και άλλων - έπεφτε συνεχώς στις εργατικές συνειδήσεις. Ταυτόχρονα, έπεφτε και η επιρροή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Οι εργάτες έδειχναν ολοένα και πιο μεγάλη δυσαρέσκεια, γιατί οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας ψήφιζαν τα έκτακτα διατάγματα και τα αντιδραστικά μέτρα της κυβέρνησης ενάντια στα εργασιακά και άλλα δικαιώματα.
Το φασιστικό κόμμα του Χίτλερ, που αυτοονομαζόταν εθνικοσοσιαλιστικό γερμανικό εργατικό κόμμα, ανέπτυξε μια πλατιά αδίσταχτη δημαγωγία. Οι Γερμανοί φασίστες δήλωναν πως όλα τα δεινά των εργαζομένων της Γερμανίας τα προκαλούσε η Συνθήκη των Βερσαλιών (συνθήκη που υπογράφτηκε με βαρείς όρους για τη Γερμανία μετά την ήττα της στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο) και υπόσχονταν μόλις πάρουν την εξουσία να καταργήσουν αμέσως τη Συνθήκη των Βερσαλιών και τους περιορισμούς που σχετίζονταν με τους εξοπλισμούς, να αγωνιστούν για να ξαναπάρει η Γερμανία τα εδάφη που είχε χάσει ύστερα από τον παγκόσμιο πόλεμο του 1914-1918 και να αποκτήσει καινούρια εδάφη. Στους ανέργους υπόσχονταν εργασία και αύξηση των βοηθημάτων, στους εργάτες μεγαλύτερα μεροκάματα και καλυτέρευση των όρων εργασίας, στους μικροαγρότες την κατάργηση των ενοικίων για τη γη, των χρεών και τη χορήγηση επιχορηγήσεων, στους μικρεμπόρους και στους επαγγελματοβοτέχνες μείωση των φόρων και χορήγηση πιστώσεων με χαμηλό τόκο, στους πληγέντες από τον πληθωρισμό οικονομική αποζημίωση, στους πρώην αξιωματικούς τη δημιουργία καινούριου στρατού και την εφαρμογή της ρεβανσιστικής ιδέας.
Ετσι, στις εκλογές για το Ράιχσταγκ που έγιναν το Σεπτέμβρη του 1930 το χιτλερικό κόμμα πήρε 6,4 εκατ. ψήφους, με αποτέλεσμα να γίνουν βουλευτές του Ράιχσταγκ 107 φασίστες με επικεφαλής τον Γκέρινγκ. Τα παλαιά αστικά κόμματα και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έχασαν πολλές ψήφους. Το Κομμουνιστικό Κόμμα συγκέντρωσε 4.590.000 ψήφους. Ετσι, τα αποτελέσματα των εκλογών από το ένα μέρος έδειχναν τη συσπείρωση των προοδευτικών δυνάμεων γύρω από το Κομμουνιστικό Κόμμα και από το άλλο τη συνένωση των αντιδραστικών στοιχείων γύρω από το φασιστικό κόμμα.
Στις 27 Γενάρη του 1932 σε μυστική συγκέντρωση που έγινε στο Ντίσελντορφ με τη συμμετοχή τριακοσίων εκπροσώπων των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου ο Χίτλερ ανέπτυξε το πρόγραμμα του φασιστικού κόμματος και υποσχέθηκε «να ξεριζώσει το μαρξισμό στη Γερμανία». Οι μονοπωλιακοί κύκλοι δυνάμωσαν την υποστήριξη και τη χρηματοδότηση των χιτλερικών.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα αγωνιζόταν δραστήρια ενάντια στο φασισμό επιδιώκοντας το σχηματισμό ενιαίου εργατικού μετώπου. Τόνιζε πως ο φασισμός θα φέρει στο λαό τεράστια δεινά και θα οδηγήσει σε πόλεμο και στην εθνική καταστροφή. Τον Αύγουστο ακόμη του 1930 στο «Πρόγραμμα της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης του γερμανικού λαού» η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας σημείωνε: «Το φασιστικό κόμμα είναι εχθρικό στο λαό, είναι αντιδραστικό, αντισοσιαλιστικό κόμμα που φέρνει στο γερμανικό λαό την εκμετάλλευση και την υποδούλωση». Στις 28 Γενάρη του 1932 στο μήνυμα «Προς τους εργάτες της Γερμανίας και τους εργαζόμενους της πόλης και του χωριού» το Κομμουνιστικό Κόμμα τόνιζε ακόμη μια φορά πως το φλέγον ζήτημα είναι η δημιουργία ενιαίου εργατικού μετώπου και καλούσε σε ενεργό αγώνα εναντίον της μείωσης του μεροκάματου, των έκτακτων φόρων, για να αποκατασταθούν οι δημοκρατικές ελευθερίες και για να οργανωθούν στα εργοστάσια και στις συνοικίες ομάδες ένοπλης αυτοάμυνας που να αποκρούουν τις φασιστικές τρομοκρατικές συμμορίες.
Μοχλός προώθησης του Χίτλερ η γερμανική σοσιαλδημοκρατία
Υποψήφιος προτάθηκε πάλι ο Χίντενμπουργκ. Οι σοσιαλδημοκράτες τον υποστήριξαν δηλώνοντας πως η εκλογή του Χίντενμπουργκ θα σώσει τάχα τη χώρααπό το φασισμό. Οι φασίστες είχαν υποψήφιο τον Χίτλερ και το γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα τον Ντίστερμπεργκ. Υποψήφιος του Κομμουνιστικού Κόμματος ήταν ο Ερν. Τέλμαν. Επειδή κανένας υποψήφιος δε συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία, στις 10 Απρίλη έγιναν πάλι εκλογές. Εκλέχτηκε ο υποστηριζόμενος από τη σοσιαλδημοκρατία Χίντενμπουργκ.
Με πρόταση του Χίντενμπουργκ στις 30 Μάη η κυβέρνηση του Μπρούνιγκ παραιτήθηκε. Την καινούρια κυβέρνηση σχημάτισε ο Φραντς φον Πάπεν, που αύξησε πρώτα πρώτα τη φορολογία και ψαλίδισε τα κονδύλια για τις κοινωνικές ασφαλίσεις. Ταυτόχρονα, οι μεγιστάνες της βιομηχανίας και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες επιχορηγήθηκαν με εκατομμύρια μάρκα.
Τον Ιούλη του 1932 η κυβέρνηση του φον Πάπεν διέλυσε το Ράιχσταγκ και κατάργησε τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα παίρνοντας υπόψη την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί έβαλε το ζήτημα να κηρυχθεί γενική απεργία διαμαρτυρίας. Οι ηγέτες των σοσιαλδημοκρατών πολέμησαν την πρόταση των κομμουνιστών και τους κατηγόρησαν για «πρόκληση». Οι σοσιαλδημοκράτες εναντιώνονταν με όλα τα μέσα σε κάθε πρωτοβουλία και δράση των μαζών.
Στις εκλογές για καινούριο Ράιχσταγκ που έγιναν στις 31 Ιούλη το φασιστικό κόμμα πήρε 13,7 εκατ. ψήφους και έβγαλε 230 βουλευτές. Τα πιο πολλά από τα παλαιά αστικά κόμματα έχασαν δυνάμεις. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, παρά την τρομοκρατία, συγκέντρωσε 5,3 εκατ. ψήφους και πήρε 89 έδρες και το σοσιαλδημοκρατικό 8 εκατ. περίπου ψήφους και 133 έδρες. Οι χιτλερικοί διεκδίκησαν να τους δοθεί η εξουσία.
Το Νοέμβρη του 1932 έγιναν καινούριες βουλευτικές εκλογές, που έδειξαν πως το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε αυξήσει ακόμη πιο πολύ την επιρροή του. Πήρε 6 εκατ. περίπου ψήφους. Το φασιστικό κόμμα είχε χάσει 2 εκατ. ψήφους και οι έδρες του από 230 περιορίστηκαν σε 196. Οι φασίστες έχασαν και στις εκλογές για τα τοπικά όργανα αυτοδιοίκησης.
Η κυβέρνηση του Πάπεν δεν κατόρθωσε να εξασθενήσει το ταξικό εργατικό κίνημα και γι' αυτό πολλοί εκπρόσωποι και ιδιοκτήτες των μονοπωλίων ήθελαν την άμεση εγκαθίδρυση φασιστικής δικτατορίας. Το Νοέμβρη μια ομάδα βιομήχανοι και τραπεζίτες υπέβαλαν στον Πρόεδρο Χίντενμπουργκ ένα υπόμνημα και ζητούσαν να διορίσει τον Χίτλερ καγκελάριο του Ράιχ.
Στις 17 Νοέμβρη ο Πάπεν παραιτήθηκε και καγκελάριος έγινε ο στρατηγός Σλάιχερ που γι' αυτόν ο Ερν. Τέλμαν είπε πως η κυβέρνησή του θα παίξει το ρόλο «μιας κυβέρνησης με ψεύτικους κοινωνικούς ελιγμούς και ψεύτικο κατευνασμό». Ο Σλάιχερ πραγματικά κατάργησε μερικά από τα πιο μισητά έκτακτα διατάγματα του Πάπεν, αλλά δεν πέτυχε τον «κατευνασμό». Τις πρώτες μέρες του Γενάρη του 1933 στην Κολωνία, στο σπίτι του τραπεζίτη Σρέντερ, συναντήθηκαν οι ιδιοκτήτες μονοπωλίων, Φέγκλερ, Κίρντορφ, Τίσεν και Σρέντερ, με τον Πάπεν, τον Χούγκεμπεργκ και τον Χίτλερ. Στη συνάντηση αυτή λύθηκε οριστικά το πρόβλημα της παράδοσης της εξουσίας στους φασίστες.
Στις 22 Γενάρη οι χιτλερικοί οργάνωσαν με την ανοχή της αστυνομίας μια προκλητική διαδήλωση μπροστά στα κεντρικά γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος. Σε απάντηση 150.000 εργάτες του Βερολίνου με επικεφαλής τους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ε. Τέλμαν, Β. Ούλμπριχτ, Ι. Σέερ και Φ. Φλόριν πέρασαν στις 29 Γενάρη τους δρόμους του Βερολίνου διαδηλώνοντας πως είναι έτοιμοι να αποκρούσουν τους φασίστες. Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος πρότεινε στους ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας κοινή δράση εναντίον του φασισμού, αλλά οι σοσιαλδημοκράτες αρνήθηκαν.
Στις 30 Γενάρη του 1933 ο Πρόεδρος Χίντενμπουργκ διόρισε τον Χίτλερ καγκελάριο. Ο Πάπεν έγινε αντικαγκελάριος. Ετσι, στη Γερμανία εγκαθιδρύθηκε ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία του φασισμού.
Η δράση της σοσιαλδημοκρατίας αποδείχτηκε χρήσιμη, στρώνοντας το δρόμο για το φασισμό.
Αμέσως μετά την εγκαθίδρυση της φασιστικής εξουσίας, η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος κάλεσε τους ηγέτες του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και των συνδικαλιστικών οργανώσεων να κηρύξουν γενική απεργία με συνθήματα: «Ολοι στο πεζοδρόμιο!», «Να κλείσουν τα εργοστάσια!», «Στην επίθεση των αιμοβόρων φασιστικών σκυλιών να απαντήσουμε αμέσως με απεργία, με μαζική απεργία, με γενική απεργία!». Στην πρόταση αυτή οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας προπαγάνδιζαν ότι ο Χίτλερ ανέβηκε στην εξουσία.
Ο Χίτλερ, μόλις έγινε καγκελάριος, σε συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου όπου πήραν μέρος ο Πάπεν, ο Νόιρατ (Neurath), ο Φρικ και ο Γκέρινγκ, πρότεινε να χτυπηθεί το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο Χίτλερ δήλωσε: «Μπορούμε, αφού συντρίψουμε το Κομμουνιστικό Κόμμα, να περιορίσουμε τον αριθμό των ψήφων του στο Ράιχσταγκ και έτσι να πάρουμε εκεί την πλειοψηφία».
Ταυτόχρονα, ο Χίτλερ δήλωνε πως κύριος σκοπός του κόμματός του είναι να επιβάλει στη Γερμανία «ολοκληρωτικό έλεγχο», να εξουδετερώσει κάθε αντιπολίτευση, να δημιουργήσει έναν ισχυρό γερμανικό στρατό και πως «οι εκλογές της 5 Μαρτίου θα είναι οι τελευταίες για τα επόμενα δέκα χρόνια, ίσως μάλιστα και για τα επόμενα εκατό χρόνια».
Για να συντρίψουν το Κομμουνιστικό Κόμμα οι φασίστες οργάνωσαν μια τεράστια προβοκάτσια: Τη νύχτα προς τις 27 Φλεβάρη έβαλαν φωτιά στο κτίριο του Ράιχσταγκ και κατηγόρησαν γι' αυτό τους κομμουνιστές. Κύριος οργανωτής αυτής της πρόκλησης ήταν ο Γκέρινγκ. Αργότερα το ομολόγησε ο ίδιος μπροστά σε ένα στενό κύκλο συνεργατών του Χίτλερ. «Ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρει πραγματικά το Ράιχσταγκ», είπε ο Γκέρινγκ, «είμαι εγώ, γιατί εγώ έβαλα φωτιά σ' αυτό». Οι χιτλερικοί χρησιμοποιώντας τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ σαν πρόσχημα έκαναν μαζικές συλλήψεις αντιφασιστών με βάση καταλόγους που ήταν έτοιμοι από πριν. Περισσότερα από 10 χιλιάδες άτομα ρίχτηκαν στις φυλακές. Στις 28 Φλεβάρη, ύστερα από πρόταση της χιτλερικής κυβέρνησης, ο Χίντενμπουργκ ανέστειλε με έκτακτο διάταγμα όλα τα άρθρα του Συντάγματος της Βαϊμάρης που εγγυόνταν την ελευθερία του ατόμου, του λόγου, του Τύπου, των συγκεντρώσεων και της ίδρυσης συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Οι κομμουνιστές συνέχιζαν με γενναιότητα τον αγώνα εναντίον του φασισμού επιδιώκοντας την ενότητα δράσης όλων των εργαζομένων, ανεξάρτητα από κομματική ή συνδικαλιστική τοποθέτηση. Στις 27 Φλεβάρη ο Ερνέστος Τέλμαν με ανοιχτό γράμμα προς όλους τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες και τα μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων έκανε έκκληση για τη συγκρότηση ενιαίου μετώπου. «Αν αγωνιστούμε ενωμένοι», έλεγε το γράμμα, «θα είμαστε ανίκητοι». Την 1η Μάρτη το Κομμουνιστικό Κόμμα έστειλε στην ηγεσία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και στη Γενική Ενωση των γερμανικών συνδικαλιστικών οργανώσεων ακόμη ένα γράμμα, όπου πρότεινε να κηρυχθεί γενική πολιτική απεργία εναντίον της φασιστικής δικτατορίας. Οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας και τη στιγμή ακόμη αυτή απέρριψαν την πρόταση των κομμουνιστών και ματαίωσαν έτσι την κοινή αντιφασιστική δράση της γερμανικής εργατικής τάξης.
Στη σύγχρονη πραγματικότητα
Μήπως την ίδια ακριβώς ταχτική και πολιτική δεν ακολουθεί η σοσιαλδημοκρατία; Τι κάνει στην Ελλάδα το ΠΑΣΟΚ; Τι κάνουν τα αστικά και προπαγανδιστικά επιτελεία; Προάγουν το ΛΑ.Ο.Σ. θεωρώντας το ως το κόμμα της αντιπολίτευσης που συμβάλλει, στηρίζοντας την κυβέρνηση, στην αντιμετώπιση της «εθνικής χρεοκοπίας» και το κάνει καλά ο ΛΑ.Ο.Σ., ενώ κάνει και όλη τη βρώμικη αντικομμουνιστική δουλειά του συστήματος, με κατεύθυνση του ΠΑΣΟΚ (ας θυμηθούμε τη βρώμικη γκεμπελίστικη προπαγάνδα με τα οικονομικά του ΚΚΕ και την υπόθεση «Γερμανός» όπου τάχα είχε μετοχές το ΚΚΕ, που το εκπόρευσε το ΠΑΣΟΚ και το αναπαρήγαγε ο ΛΑ.Ο.Σ.), με στόχο το τσάκισμα του ΚΚΕ, του ταξικού εργατικού κινήματος. ΠΑΣΟΚ και ΛΑ.Ο.Σ. τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούν το ίδιο περιεχόμενο στην αντικομμουνιστική δράση. Οχι γιατί το άλλο κόμμα της αστικής τάξης (η ΝΔ) δεν μπορεί να το κάνει, αλλά στις δοσμένες συνθήκες την αστική τάξη συνολικά τη βολεύει αυτή η τακτική.
Τα ντόπια αλλά και τα «συμμαχικά» του κεφαλαίου στην Ελλάδα ιμπεριαλιστικά επιτελεία προωθούν το ΛΑ.Ο.Σ. ως ανάχωμα και υποδοχέα δυσαρεστημένων λαϊκών στρωμάτων από την αστική πολιτική και εργαλείο αναστήλωσης του αστικού πολιτικού συστήματος. Τους βολεύει για να ενισχύεται το ΠΑΣΟΚ, αλλά και η δικομματική εναλλαγή, με έναν ακροδεξιό μπαμπούλα που τον εμφανίζουν να δυναμώνει. Ο ΛΑ.Ο.Σ ως «λαγός» του ΠΑΣΟΚ αποδείχτηκε χρήσιμο αντικομμουνιστικό εργαλείο. Τέτοιες «υπόγειες» διαδρομές «σκάφτηκαν» πιο παλιά. Ηταν το 2002, κατά την προεκλογική περίοδο για τις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές, όπου στην υπερνομαρχία της Αθήνας συγκροτήθηκε συνδυασμός του ΛΑ.Ο.Σ. Τότε αποκαλύπταμε ότι με τη στάση του το ΠΑΣΟΚ μετατρέπει σε υπολογίσιμη δύναμη τον Γ. Καρατζαφέρη και το κόμμα του.
Τότε, στελέχη του ΠΑΣΟΚ διακήρυτταν με τον πιο επίσημο τρόπο πως εθνικιστική ακροδεξιά υπάρχει και στην Ελλάδα, υπάρχει ο Ελληνας Λεπέν. Μάλιστα, ο Κ. Λαλιώτης σε συνέντευξή του στο «Εθνος», είπε πως υπάρχει στους κόλπους της ΝΔ, εκτρέφεται απ' αυτήν και κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να εκφραστεί. Χάρηκαν, βεβαίως, και «έσπρωχναν» το ΛΑ.Ο.Σ. γιατί έκοβε ψήφους από τη ΝΔ, έλεγαν υποκριτικά, ιδιαίτερα στην υπερνομαρχία της Αθήνας. Με τη στάση του το ΠΑΣΟΚ μετέτρεπε σε υπολογίσιμη δύναμη τον Γ. Καρατζαφέρη και το κόμμα του. Ηταν μια πολύ συνειδητή επιλογή και ως «πείραμα» ωφέλιμο για το αστικό πολιτικό σύστημα. Η σημερινή εξέλιξη αυτό δείχνει. Τότε, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ αναφωνούσε: «Τι το κόφτει το ΚΚΕ αν ενισχυθεί ο ΛΑ.Ο.Σ.;». Και για του λόγου το αληθές θυμίζουμε το εξής, ως παράδειγμα: Ο Απόστολος Κακλαμάνης στο ραδιοφωνικό σταθμό «Αλφα», αφού, για το ΚΚΕ, αναμάσησε τα περί «αριστερού ψάλτη» στη ΝΔ, την τετριμμένη προβοκάτσια, «το 'σκασε το μυστικό»: «Είναι απλό ότι η ΝΔ ασφαλώς ζημιώνεται από τον Καρατζαφέρη». Και στην ερώτηση του δημοσιογράφου, εσείς θέλετε να ζημιώνεται η ΝΔ από τον Καρατζαφέρη; ο Απόστ. Κακλαμάνης είπε: «Γιατί όχι; Να κρυφτούμε πίσω από το δάχτυλό μας;». Ισχυρό ΛΑ.Ο.Σ., λοιπόν, ήθελαν και θέλουν στο όνομα της φθοράς της ΝΔ. Θέλουν το ΛΑ.Ο.Σ. ανάχωμα και αντικομμουνιστική αιχμή.
Ηταν μια πολύ συνειδητή επιλογή και ως «πείραμα» ωφέλιμο για το αστικό πολιτικό σύστημα. Θέλουν το ΛΑ.Ο.Σ. ανάχωμα, άρα να ενισχυθεί από λαϊκές δυνάμεις. Συμφέρει το ΠΑΣΟΚ, συμφέρει και το σύστημα. Ο αντικομμουνιστικός, ακροδεξιός ΛΑ.Ο.Σ. βολεύει τη σοσιαλδημοκρατία.
Η συνταγή του ΠΑΣΟΚ είναι αντιγραφή από το κόμμα των Γάλλων σοσιαλδημοκρατών. Τι έγινε στη Γαλλία; Στις εκλογές του 1974, το κόμμα του Λεπέν είχε λάβει το 0,6% των ψήφων. Το συγκεκριμένο κόμμα, από τα μέσα του '80 και για μια ολόκληρη δεκαετία αποτέλεσε - σκανδαλωδώς - τον «εκλεκτό» των γαλλικών ΜΜΕ. Οπως τώρα στην Ελλάδα ο ΛΑ.Ο.Σ. Η ιστορία της ενίσχυσης του Λεπέν είναι γνωστή. Οι καταγγελίες που είχαν υπάρξει ήταν συγκεκριμένες και μιλούσαν για «παιχνίδι» του τότε Προέδρου της Γαλλίας, Μιτεράν, που μέσω των καναλιών τροφοδοτούσε τον Λεπέν ώστε να αποσπά ψήφους από τους γκολικούς.
Εχει μεγάλη σημασία, λοιπόν, για την πάλη του το διεθνές εργατικό κίνημα να διδαχτεί για το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας στην ανάδειξη των φασιστικών δυνάμεων ή στην ανοχή της στρατιωτικοπολεμικής προετοιμασίας τους.
Γιατί και σήμερα οι λαοί βρίσκονται μπροστά σε διαδοχικούς ιμπεριαλιστικούς πολέμους, σε οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού, βρίσκονται μπροστά σε μια γενικευμένη επίθεση του κεφαλαίου, που σαρώνει κατακτήσεις δεκαετιών. Επίθεση που ιδεολογικά - πολιτικά αιτιολογείται στο όνομα αντιμετώπισης της κρίσης, αλλά υπέρ του κεφαλαίου.
Σήμερα είναι πρόκληση για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα να διδαχθεί από τα λάθη του παρελθόντος, να μην πέσει στην ανώδυνη για το σύστημα παγίδα της «σωτηρίας» από τη χρεοκοπία γιατί αυτή είναι η «σωτηρία» του κεφαλαίου και η χρεοκοπία της εργατικής τάξης, του λαού. Ο διεθνής ιμπεριαλισμός, το κάθε καπιταλιστικό κράτος, η κάθε ιμπεριαλιστική συμμαχία, είναι πρώτ' απ' όλα σταθερά προσηλωμένοι απέναντι στον ταξικό τους αντίπαλο: Πρώτα απ' όλα έχουν στραμμένα τα πυρά τους απέναντι στο εργατικό και λαϊκό κίνημα. Κινούνται με ελιγμούς προκειμένου να εξουδετερώσουν και να ενσωματώσουν τις λαϊκές αντιδράσεις, να αποπροσανατολίζουν τον ταξικό τους αντίπαλο, επιδιώκοντας ακόμη και να παροπλίζουν με ενσωμάτωση την πολιτική πρωτοπορία του εργατικού κινήματος, τα ίδια τα Κομμουνιστικά Κόμματα.
Σήμερα αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία η πάλη μας με τη στρατηγική του ΚΚΕ, τη στρατηγική της λαϊκής συμμαχίας και πάλης για το σοσιαλισμό. Και με την ακούραστη πρωτοπόρα δράση μας πρέπει να την κάνουμε υπόθεση της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου